Περίληψη
H περιοχή μελέτης αφορά τους αρχαίους οικισμούς της Θεσπρωτίας και τμήματος της Νότιας Αλβανίας. Σκοπός της μελέτης είναι ο προσδιορισμός της περιοχής δραστηριοποίησης και εκμετάλλευσης πόρων (territory) των ανωτέρω οικισμών, ο εντοπισμός πιθανών διαδρομών και η προσπάθεια ερμηνείας των στοιχείων που προκύπτουν από την εν λόγω μεθοδολογία σε συνδυασμό με τους ιστορικούς και κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες της εποχής.
Το λογισμικό που χρησιμοποιήθηκε για την διεκπεραίωση της έρευνας είναι το GRASS 6.3.0 καθώς προσφέρει τα απαραίτητα παραμετροποιήσιμα εργαλεία. Ένας πρώτος προσδιορισμός των περιοχών δράσης των οικισμών έγινε με την εφαρμογή των πολυγώνων Thiessen με τα οποία ωστόσο σαν μοναδικό κριτήριο λαμβάνεται η απόσταση. Σε αντιδιαστολή με το μοντέλο Thiessen, το μοντέλο Xtent χρησιμοποιεί επιπλέον και, κριτήρια που σχετίζονται με την “βαρύτητα” του οικισμού στον χώρο όπως ο πληθυσμός, η σημασία του σαν θρησκευτικό κέντρο, η εμπορική του δύναμη κτλ. Από την άλλη, η μετακίνηση στον χώρο δεν είναι γραμμική σε σχέση με την απόσταση αλλά ένας συνδυασμός της απόστασης, του χρόνου και της ενέργειας που απαιτείται να κινηθούμε σε αυτόν. Η επιφάνεια κόστους (cost surface), η πιο σωστά η σωρευτική επιφάνεια κόστους (accumulated cost surface), μοντελοποιεί το συνολικό κόστος που απαιτείται για την μετακίνηση από ένα αρχικό σημείο εκκίνησης σε έναν ή περισσότερους προορισμούς. Στα GIS η επιφάνεια κόστους αποδίδεται σαν αρχείο raster, όπου το κάθε κελί περιλαμβάνει το ενεργειακό κόστος μετακίνησης σε αυτό. Η επιφάνεια κόστους μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τον προσδιορισμό διαδρομών ελαχίστου κόστους και κατά συνέπεια να προβλέψει πιθανές διαδρομές κατά την αρχαιότητα. Τέλος, και για την ερμηνεία της θέσης εγκατάστασης των οικισμών χρησιμοποιήθηκε η ανάλυση οπτικού πανοράματος (viewshed analysis) μέσω του εργαλείου r.cva για να αποκαλύψει την περιοχή οπτικού ελέγχου συγκεκριμένων οικισμών και την μεταξύ τους οπτική επαφή. Η ανωτέρω μεθοδολογία σαφώς και στηρίζεται σε μαθηματικά μοντέλα γι’ αυτό και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην ερμηνεία, αποδοχή των περιορισμών της και των σύνθετων ιστορικών συγκυριών που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά στον χώρο.
ΛΙΑΚΟΣ Λεωνίδας, Γεωγράφος,
ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Στεφανος, Αρχαιολόγος,
ΛΒ’ ΕΠΚΑ Θεσπρωτίας
Abstract
The area under study concerns the ancient settlements of Thesprotia and part of southern Albania. Aims of the study are the definition of the area of activation and exploitation of resources (territory) of the above settlements, the determination of possible routes and the interpretation of the results of the methodology in question in terms of the historical and sociopolitical factors of the period. The software used for the conduction of the study is GRASS 6.3.0, as it offers the essential parameterizable tools. A first definition of the areas of settlement activity was made possible with the application of Thiessen polygons, although the unique parameter that they take into account is distance. In contradiction to the Thiessen model, the Xtent model uses further criteria that are related with the significance of a settlement, such as population, its possible importance as a religious centre, its trade capacity etc. On the other hand, movement in space is not linear in terms of distance, but a combination of distance, time and energy that are required to move within it. Cost surface or, more likely, accumulated cost surface modelizes the total cost that is required for the movement from an initial starting point to one or more destinations. In GIS, the cost surface is ascribed as a raster file, where each cell includes the energy cost of movement within it. Cost surface can also be used for the determination of least-cost paths and therefore can predict possible ancient routes. Finally, for the interpretation of site selection, viewshed analysis was used via routine r.cva, in order to reveal the area of visual control of the settlements and the visual contact among them. he above methodology, as is depended on mathematic models, requires particular attention in the interpretation, as well as acceptance of its limitations and the complexity of the historical incidences that affect human behavior in space.
LIAKOS Leonidas, Geographer,
VASSILIADIS Stephanos, Archaeologist,
32nd Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities of Thesprotia
Εισαγωγή
Έναυσμα για την παρούσα εργασία στάθηκε η ενασχόλησή μας με την συγγραφή του Ιστορικού και Αρχαιολογικού Άτλαντα της Ελληνοαλβανικής Μεθορίου, έργο που υλοποιήθηκε από την ΛΒ’ ΕΠΚΑ Θεσπρωτίας με συγχρηματοδότηση από το πρόγραμμα της κοινοτικής πρωτοβουλίας INTERREG IIIΑ Ελλάδα-Αλβανία.
Κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου, δημιουργήθηκε μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ της αρχαιολογίας και της γεωγραφίας, ως αποτέλεσμα των πολύωρων, συχνά εξαντλητικών θεωρητικών συζητήσεων για τα ερμηνευτικά όρια των δύο επιστημών, συνδετικό υλικό της οποίας υπήρξαν οι έννοιες του χώρου και του χρόνου.
Η έννοια του χρόνου για τη αρχαιολογία μεταφράζεται σαν μια διαδοχική ακολουθία αντικειμένων του υλικού πολιτισμού που επικάθονται στον χώρο μετατρέποντας το έδαφος σε ένα λεπτομερές ιστορικό βιβλίο. Στις διαστάσεις του αυτές, ο χώρος, χωρίς να είναι αυθύπαρκτη και προϋπάρχουσα κατηγορία, παράγεται από την ανθρώπινη κοινωνία και το μόχθο της ως ανθρώπινη δράση.
Στα πλαίσια αυτά, έργο της γεωγραφίας και της χαρτογραφικής αποτύπωσης δεν είναι μόνο η οπτικοποίηση των κοινωνικών διεργασιών, όπως οι μετακινήσεις πληθυσμών και οι αλλαγές συνόρων ή η ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος, αλλά η προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας του τρόπου με τον οποίο οι οικισμοί και οι άλλες θέσεις που σχετίζονται με την πολιτισμική δραστηριότητα του ανθρώπου κατανέμονται στον χώρο (Renfrew-Bahn, 2001:202-3). Το οικιστικό σχήμα που προκύπτει, αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος προσαρμόζεται στο περιβάλλον του, χρησιμοποιεί τις διαθέσιμες φυσικές πηγές και θέτει τις κοινωνικές, οικονομικές και συμβολικές δομές της κοινωνίας του.
Καθώς τα στοιχεία που παρέχει η αρχαιολογική έρευνα είναι τις περισσότερες φορές αποσπασματικά η κατανόηση του παρελθόντος συνυφαίνεται παράλληλα με τη θεωρία και τα ερμηνευτικά σχήματα που χρησιμοποιούμε και η προσπάθεια προσέγγισης και ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του τρόπου με τον οποίο αυτή εκφράζεται στο χώρο με μαθηματικούς και γεωμετρικούς όρους και μοντέλα παρέχει συχνά την αναγκαία αντικειμενικότητα, ώστε από την ανάλυση του χώρου, να είναι δυνατή η αναγωγή στην ανάλυση των φαινομένων που συμβαίνουν στο χώρο.
Το χωροχρονικό πλαίσιο
H περιοχή μελέτης βρίσκεται στη δυτική ακτή της Βαλκανικής χερσονήσου, απέναντι από τη νήσο Κέρκυρα, και περιλαμβάνει το βορειοδυτικό άκρο της Ελλάδας και το νοτιοδυτικό άκρο της Αλβανίας αντίστοιχα (βλ. Χάρτης 1). Εκτείνεται από 39ο15’Β έως 40ο 15’Β γεωγραφικού πλάτους και από 19ο 48’Α έως 20ο 42’Α γεωγραφικού μήκους, με συνολική έκταση 3445,2 τ.χλμ. Το ελληνικό τμήμα ταυτίζεται με τα όρια του νομού Θεσπρωτίας, ενός από τους τέσσερις νομούς της περιφέρειας της Ηπείρου. Στα βόρεια αυτού, το αλβανικό τμήμα καταλαμβάνουν τα διαμερίσματα των Αγίων Σαράντα στα νότια, του Δέλβινου στα βορειοδυτικά και του Αργυρόκαστρου στα βορειοανατολικά. Από το τελευταίο έχουν εξαιρεθεί οι κοινότητες Zαγορίου και Πωγωνίου στα ανατολικά.
Κατά μήκος της παράλιας αυτής ζώνης του Ιονίου ήταν εγκατεστημένα δύο από τα αρχαιότερα έθνη της Ηπείρου, οι Χάονες και οι Θεσπρωτοί, με μεταξύ τους όριο, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους, τις εκβολές του ποταμού Καλαμά (Hammond 1967, Δάκαρης 1972, Σακελαρίου 1997, Ρήγινος 2006, Βλαχοπούλου-Οικονόμου 2003). Αν και πρόκειται για δύο από τα παλαιότερα ελληνικά φύλα, ελάχιστα γνωρίζουμε για την κοινωνική και πολιτική τους οργάνωση, τουλάχιστον έως την ύστερη κλασική εποχή.
Ως προς την μορφή του κράτους, τη βασική πολιτική οργάνωση στην περιοχή της Ηπείρου αποτελούσαν τα έθνη, η μονή ελληνική κρατική μορφή που αναγνώριζε η αρχαία πολιτική νοοτροπία πλάι στην πόλη. Ενώ οι πόλεις συγκροτούνταν γύρω από ένα αστικό κέντρο, δε συνέβαινε το ίδιο και στην περίπτωση των εθνών. Στην περίπτωση της Ηπείρου, ο πληθυσμός ζούσε σκορπισμένος σε μικρούς οικισμούς και χωριά, και αποτελούσε μια κοινότητα με χαλαρή πολιτική συγκρότηση.
Ωστόσο, η ακριβής έκταση των οικισμών αυτών της προϊστορικής και πρώιμης ιστορικής περιόδου δεν είναι γνωστή (Πάλλη 2006, Λάζαρη 2006, Τζωρτζάτου-Φάτσιου 2006), εξαιτίας κυρίως του υψηλού ρυθμού διάβρωσης των εδαφών των ορεινών όγκων που προτιμήθηκαν κατά το παρελθόν για την ίδρυση των οικισμών. Επιπλέον γεγονότα όπως η συνεχής κατοίκηση για αιώνες στις ίδιες θέσεις, επέβαλαν ήδη από την αρχαιότητα την απομάκρυνση και τον καθαρισμό του χώρου από τα προϊόντα των προηγούμενων οικιστικών δραστηριοτήτων και επιτείνουν την αδυναμία της έρευνας να εντοπίσει με απόλυτη βεβαιότητα ανάλογους οικισμούς.
Μόνο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. εγκαταλείπεται υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας και την σταδιακή μεταστροφή της οικονομίας που προσανατολίζεται στην δημιουργία πλεονάσματος το οικιστικό σχήμα των πολλών, μικρών, διάσπαρτων οικισμών οι οποίοι συνοικίζονται, τειχίζονται και δημιουργούνται πόλεις με πλήρη οικιστική οργάνωση (Βασιλειάδης-Χριστοδούλου 2006). Αρχικά η Ελέα (Ρήγινος-Λάζαρη 2006) και έπειτα η Ελίνα (Κουντούρη 2006), η Φανοτή (Λάμπρου 2006), και οι αταύτιστες ακόμα πόλεις στις θέσεις Άγιος Γεώργιος (Γαρδίκι) και Ραβενή Φιλιατών, Κούτσι και Φασκομηλιά στην περιοχή Μαργαριτίου, Γαλατά ή Μπεντέμια στη βόρεια παρυφή της Παραμυθιάς ιδρύονται ως αποτέλεσμα αυτής της δυναμικής. Οι φυγόκεντρες αυτές τάσεις εξισορροπήθηκαν τελικά από τις κεντρομόλες. Η διαδικασία σχηματισμού κρατών τύπου πόλεως μέσα στα πλαίσια του έθνους έλαβε χώρα παράλληλα με το μετασχηματισμό του έθνους σε ομόσπονδο κράτος με τη δημιουργία του Κοινού των Θεσπρωτών. Μια νέα πόλη, η Γιτάνη (Γκάνια 2006) ιδρύεται τώρα στη νεοαποκτηθείσα περιοχή της Κεστρίνης για να αποτελέσει τη έδρα του Κοινού.
Από την άλλη μεριά των συνόρων, στη Χαονία, οι εξελίξεις ήταν απλούστερες. Η μόνη περιοχή που προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα για ασφαλή κατοίκηση και εξασφάλιζε απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη ήταν η εύφορη πεδιάδα του Δέλβινου, όπου και ιδρύεται η Φοινίκη, που συσπειρώνει όλες τις μικρότερες ομάδες ως έδρα του Κοινού των Χαόνων. Η έτερη εύφορη ζώνη της Χαονίας, η κοιλάδα του Δρίνου, φαίνεται ότι δεν ήταν ασφαλής, καθώς βρίσκονταν εγγύτερα στην επικράτεια των Μολοσσών, που την εποχή αυτή επεκτείνονται προς πάσα κατεύθυνση. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη πόλη στην περιοχή αυτή η Αντιγόνεια, ιδρύεται από τον Πύρρο μερικές δεκαετίες αργότερα, όταν όλη η Ήπειρος έχει ενωθεί υπό το σκήπτρο του.
Παράλληλα, οι Κερκυραϊκές αποικίες που ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. ιδρύονται στο λόφο της Μαστιλίτσας, στη χερσόνησο της Λυγιάς, στον Βουθρωτό στη χερσόνησο του Εξαμιλίου, καθώς και το μικρό οχυρό του Πύργου Ραγίου, κατά μήκος της παράλιας ζώνης στα όρια της Θεσπρωτίας και της Χαονίας, με ορμητήριο τις οποίες εκμεταλλεύονταν την ξυλεία και το λοιπό φυσικό πλούτο της ενδοχώρας, περνάνε σταδιακά στον έλεγχο των ντόπιων.
Καθώς μια από τις προϋποθέσεις για να θεωρείται μια πόλη ως πόλη, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική ορολογία, είναι η ισχυρή οχύρωση που πέραν της καθαρά αμυντικής της σημασίας, καθορίζει και την δομή, την μορφολογία, αλλά και τα όρια μιας πόλης, είναι δυνατό να εξετάσουμε την οργάνωση των πόλεων στο χώρο και να ερευνήσουμε τις χωρικές σχέσεις των οικισμών στο επίπεδο της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής και με ποσοτικές μεθόδους. Η έκταση που περικλείει κάθε πόλη μπορεί να μετρηθεί και να ποσοτικοποιηθεί, ενώ η χωρική κατανομή των πόλεων μπορεί να εξηγηθεί με βάση ένα γεωμετρικό σκεπτικισμό σχετικό με την ελαχιστοποίηση του ενεργειακού κόστους μετακίνησης ή/και του κόστους μεταφοράς πρώτων υλών και προϊόντων.
Η Επιφάνεια Κόστους
Με δευτερογενή επεξεργασία των διαθέσιμων δεδομένων του ψηφιακού μοντέλου αναγλύφου (Jarvis et al. 2008) και με την υπόθεση ότι το ανάγλυφο δεν έχει υποστεί δραματικές αλλαγές στην διάρκεια του χρόνου υπολογίστηκαν οι περιοχές δράσης των οικισμών της ύστερης κλασικής και ελληνιστικής εποχής και οι διαδρομές ελαχίστου κόστους (Δ.Ε.Κ.) μεταξύ αυτών. Θεμέλιο λίθο για την μεθοδολογία της έρευνας αποτέλεσε η ανάλυση επιφάνειας κόστους (Cost Surface Analysis). Σε κάθε κελί (cell) ενός ψηφιδωτού αρχείου (raster) καταχωρήθηκε μια τιμή κόστους μετακίνησης πάνω σε αυτό (βλ. Εικόνα 1) και η μετακίνηση πάνω στα κελιά του αρχείου συνεπάγεται την πρόσθεση των επιμέρους τιμών κόστους (Leusen 2002).
Η τιμή του κόστους μετακίνησης που καταγράφεται σε κάθε κελί εξαρτάται από παράγοντες όπως είναι το μέσο ή η επιφάνεια μετακίνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κίνηση σε έναν ποταμό, η οποία είναι εύκολη με την χρήση μιας βάρκας και δύσκολη περπατώντας ή η βλάστηση στο έδαφος η οποία διευκολύνει ή εμποδίζει την κίνηση πάνω σε αυτό. Όταν η τιμή του κόστους είναι ανεξάρτητη από την διεύθυνση της κίνησης τότε το κόστος ονομάζεται ισοτροπικό, όταν εξαρτάται από αυτήν ονομάζεται ανισοτροπικό. Στο ισοτροπικό κόστος μετακίνησης οι βασικότερες παράμετροι που επηρεάζουν την τιμή του είναι η τραχύτητα του εδάφους, η βλάστηση, τα φυσικά εμπόδια, το υδρογραφικό δίκτυο. Γράφημα 1. Ενεργειακό κόστος με βάση την κλίση του εδάφουςΤο συνολικό κόστος μετακίνησης σε πλαγιά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανισοτροπικής μορφής κόστους αφού η ανάβαση μιας πλαγίας είναι πιο δύσκολη και απαιτεί μεγαλύτερη ενεργειακή κατανάλωση σε σχέση με την κατάβασής της (Conolly and Lake 2006). Βέβαια, η κίνηση σε μια πλαγία μπορεί να ευνοείται εφόσον την κατεβαίνει ένας πεζοπόρος όμως από κάποιο κατώφλι κλίσης (>12ο) η μετακίνηση δυσχεραίνεται παρά ευνοείται (βλ. Γράφημα 1), (Documentation of r.walk function).
Η ανάλυση επιφάνειας κόστους χρησιμοποιείται ουσιαστικά για να μελετηθεί η μετακίνηση στον χώρο συνδυάζοντας τους παράγοντες της απόστασης και της προσπάθειας που καταβάλλεται για την μετακίνηση με βάση τις ιδιότητες του χώρου και υπερτερεί σε σχέση με άλλα “παραδοσιακά” μοντέλα που σαν μοναδικό κριτήριο έχουν την ευκλείδεια απόσταση (π.χ. buffer analysis, thiessen polygons). Για την δημιουργία της επιφάνειας κόστους στην περιοχή μελέτης χρησιμοποιήθηκε το ψηφιακό μοντέλο εδάφους (SRTM) από το οποίο προέκυψε το ψηφιακό μοντέλο κλίσεων εδάφους. Σαν μοναδικό μέσο μετακίνησης στην αρχαιότητα θεωρήθηκε το περπάτημα και σαν παράγοντες επίδρασης στην κατανάλωση ενέργειας θεωρήθηκε η κλίση του αναγλύφου, το φορτίο του ταξιδιώτη, το υδρογραφικό δίκτυο, οι λίμνες και το υψόμετρο.
Για τον προσδιορισμός του ενεργειακού κόστους μετακίνησης (σε Watts) χρησιμοποιήθηκε ο τύπος:
M=1.5W+2.0(W+L)(L/W)2+N(W+L)(1.5V2+0.35VG) (Pandolf et al. 1977) όπου:
Μ= η ενεργειακή κατανάλωση σε Watts
W= το βάρος του ταξιδιώτη
L= το φορτίο που φέρει ο ταξιδιώτης
N= συντελεστής των ιδιοτήτων του εδάφους που μπορούν να επιδράσουν στην μετακίνηση
V= η ταχύτητα μετακίνησης του ταξιδιώτη
G= η κλίση του εδάφους (%)
Για τις ανάγκες της μελέτης ορίστηκαν οι σχετικοί παράμετροι ως εξής (Leusen 2002):
W=70 kgr
L=4 kgr
V=4.8 km/h
Με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα, θεωρήθηκε ότι ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του προτιμούσε να κινείται παράπλευρα των ποταμών (ή μέσω αυτών όπου αυτά ήταν πλωτά), κατά μήκος των φυσικών διόδων που διανοίγουν με την κοίτη τους ανάμεσα από τους ψηλούς και με μεγάλο εύρος ορεινούς όγκους.
Έτσι στο υδρογραφικό δίκτυο και σε μία ζώνη 100μ. εκατέρωθεν αυτού ορίστηκε η τιμή Ν=1. Με το δεδομένο αυτό ορίστηκε η τιμή Ν=1.8 (Soule and Goldman 1972) για τη μετακίνηση διαμέσου των ελών και των λιμνών, λόγω της προσπάθειας που χρειάζεται για τη διάβαση ή την παράκαμψη τους. Επειδή οι πολύ μεγάλες κλίσεις του εδάφους είναι απαγορευτικές κατά την μετακίνηση, έστω και αν ελαχιστοποιείται το αθροιστικό κόστος, ορίστηκε για τις κλίσεις >55ο (με βάση την κατάταξη του αναγλύφου, Πεχλιβανίδου 2007) η τιμή Ν=100 για να εξασφαλίσουμε ότι η μετακίνηση δεν είναι δυνατή (γκρεμοί) ή ήταν εξαντλητική και την απέφευγε ο άνθρωπος κατά τις μετακινήσεις του. Τέλος σε εδάφη με υψόμετρο άνω των 1.400μ. θεωρήθηκε ότι το χειμώνα καλύπτονται από χιόνι και ορίστηκε συντελεστής Ν=3.3 (Pandolf et al. 1977) ώστε να εξασφαλιστεί μεγαλύτερο κόστος μετακίνησης. Η αδρή αυτή κατηγοριοποίηση εξαιρεί ένα μεγάλο τμήμα του αναγλύφου στο οποίο δόθηκε αυθαίρετα η τιμή Ν=1.2 (βλ. Χάρτης 2). Το ψηφιδωτό αρχείο ενεργειακής κατανάλωσης που προέκυψε (βλ. Χάρτης 3) συνδυάστηκε μαζί με το ψηφιακό μοντέλο εδάφους και με την χρήση του εργαλείου r.walk στο GRASS GIS δημιουργήθηκε το αθροιστικό ανισοτροπικό κόστος (cumulative cost) μετακίνησης για κάθε οικισμό-κέντρο προς κάθε άλλο σημείο μετακίνησης στον χώρο (βλ. πχ. για την Ελέα Χάρτης 4)
Περιοχές εκμετάλλευσης
Μια απαραίτητη μεθοδολογία για την αρχαιολογική έρευνα είναι ο προσδιορισμός του χώρου εκμετάλλευσης και χρήσης γύρω από ένα οικισμό-κέντρο (site catchment analysis). Η συνήθης πρακτική σε αυτήν την περίπτωση ήταν ο προσδιορισμό μιας κυκλικής περιμετρικής ζώνης γύρω από τον οικισμό (buffer zones) ή η κατάτμηση του χώρου υπό μορφή ψηφιδωτού (tessellation, Thiessen polygons, βλ. Χάρτης 5, Χάρτης 6). Η μοναδική παράμετρος σε τέτοιες αναλύσεις είναι η ευκλείδεια απόσταση και η παραδοχή ότι ο χώρος είναι γραμμικός και εξαρτάται από την απόσταση αγνοώντας κατά συνέπεια έννοιες, όπως η χρονοαπόσταση και το κόστος μετακίνησης στο χώρο από άλλους παράγοντες.
Tα πολύγωνα Thiessen χρησιμοποιούνται στην αρχαιολογική έρευνα για να προσδιορίσουν τον χώρο εκμετάλλευσης και δράσης των οικισμών. Η εν λόγω μεθοδολογία προβλέπει μια αρχική κατανομή κέντρων (βλ. Εικόνα 2) και μια περιοχή που διαιρείται σε πολύγωνα. Το κάθε πολύγωνο περικλείει ένα κέντρο και περιλαμβάνει τον χώρο εκείνο τα σημεία του οποίου είναι πιο κοντά στο κέντρο που περιπλέει παρά σε κάθε άλλο κέντρο (Conolly and Lake 2006)(βλ. Εικόνα 3).
————————> |
Σε πραγματικές συνθήκες, όπου ερευνάται ο χώρος εκμετάλλευσης των αρχαίων κέντρων-οικισμών, έγινε άμεσα αντιληπτό ότι η ομογενοποίηση της βαρύτητας των κέντρων στον χώρο δεν ήταν ρεαλιστική. Απόρροια αυτής της διαπίστωσης ήταν το μοντέλο XTENT, το οποίο ουσιαστικά πρόκειται για μια μορφή σταθμισμένων πολυγώνων Thiessen. Έτσι, στην αρχική κατανομή των κέντρων υπεισέρχεται μια νέα παράμετρος, η βαρύτητα που ασκούν αυτά στον χώρο. Η βαρύτητα σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσε να είναι ο πληθυσμός του οικισμού, η στρατιωτική του υπεροχή, η οικονομική του ευρωστία ή η θρησκευτική του επιρροή. Η επιρροή που ασκούν τα κέντρα στον χώρο είναι ανάλογη της βαρύτητας τους και αντιστρόφως ανάλογη της απόστασης της εκάστοτε χωρικής μονάδας από το κέντρο.
Σε εφαρμογή του παραπάνω μοντέλου έχει δημιουργηθεί σχετικό εργαλείο (r.xtent) για το λογισμικό GRASS GIS (Ducke 2007). Το εργαλείο βασίζεται στον μαθηματικό τύπο I= Ca-kd (Renfrew and Level 1979) όπου, I ,η δύναμη της επίδρασης που ασκεί ένα κέντρο σε μια χωρική μονάδα,
C, ένας παράγοντας που ορίζει την βαρύτητα του κάθε κέντρου,
d, η απόσταση (η οποία μπορεί να εκφραστεί και σε κόστος μετακίνησης με βάση μια επιφάνεια κόστους)
a,k, συντελεστές οι οποίοι σταθμίζουν την σχέση μεταξύ της βαρύτητας C και της απόστασης d
Με τους δύο συντελεστές a,k, η βαρύτητα του κέντρου C αυξάνεται εκθετικά και η σημασία της απόστασης γραμμικά. Κατά συνέπεια μεγαλύτερα κέντρα ασκούν μεγαλύτερη επίδραση σε σχέση με μικρότερα ακόμα και σε μεγάλες αποστάσεις. Ορίζοντας στην παραπάνω σχέση C=1.0, a=0.5 και k=1.0 το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθούν πολύγωνα Thiessen. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι οι τιμές των συντελεστών a,k για μια περιοχή μελέτης ορίζονται αυθαίρετα και εξαρτώνται από την διαφορά στην κλίμακα τιμών της βαρύτητας και της απόστασης. Οι τιμές που μπορούν να οριστούν μπορούν να προκύψουν κατόπιν εναλλακτικών δοκιμών και σε συνδυασμό με πραγματικά δεδομένα για να επαληθευτεί η βέλτιστη προσαρμογή τους στο μοντέλο.
Το εργαλείο (r.xtent) έχει την δυνατότητα να αντικαταστήσει την έννοια της ευκλείδειας απόστασης (d) με το πραγματικό κόστος μετακίνησης στον χώρο από κάθε κέντρο με βάση μια επιφάνεια κόστους. Ακόμα μπορεί να συμπεριλάβει την έννοια των εμποδίων ή των δρόμων που εμποδίζουν ή διευκολύνουν αντίστοιχα την μετακίνηση στον χώρο. Επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κέντρο Α μπορεί να υπερτερεί οριακά έναντι ενός κέντρου Β σε μια περιοχή, το εργαλείο μπορεί να προσδιορίσει περιοχές ενδεχόμενου ανταγωνισμού ή να αποκαλύψει σφάλματα που σχετίζονται με τα δεδομένα.
Κατόπιν πολλαπλών δοκιμών σχετικά με τις τιμές των παραμέτρων a,k καταλήξαμε ότι οι καταλληλότερες τιμές για τα δεδομένα μας στην περιοχή μελέτης είναι a=1.5 και k=0.0001. Όσον αφορά τον παράγοντα της βαρύτητας (C) ορίστηκε το εμβαδόν του κάθε κέντρου σε εκτάρια (βλ. ανάλογη προσέγγιση Soetens et al. 2002) δεδομένου ότι είναι μετρήσιμο και αντιπροσωπεύει εν μέρει την δυναμικότητα ενός κέντρου. Η παράμετρος d δεν ορίστηκε σαν ευκλείδεια απόσταση αλλά σαν ενεργειακό κόστος μετακίνησης σε Watts. Για κάθε ένα κέντρο υπολογίστηκε το αντίστοιχο αθροιστικό ανισοτροπικό κόστος (cumulative cost) μετακίνησης μέσω του εργαλείου r.walk και χρησιμοποιήθηκε ως τιμή της παραμέτρου d για κάθε κέντρο. Συνολικά χρησιμοποιήθηκαν 16 κέντρα. Ένα πρόβλημα που προκύπτει είναι τα λεγόμενα edge effects (ανάλογο πρόβλημα ανακύπτει και για τα πολύγωνα Thiessen). O καθορισμός των εξωτερικών ορίων των περιοχών εκμετάλλευσης για τα περιμετρικά κέντρα ορίζεται μέχρι τα εξωτερικά όρια της περιοχής υπολογισμού (region στο Grass GIS). Συνέπεια αυτού είναι οι περιοχές εκμετάλλευσης των εξωτερικών κέντρων να είναι διογκωμένες σε σχέση με την πραγματικότητα. Λύση σε αυτήν την περίπτωση είναι να συμπεριληφθούν επιπλέον κέντρα, πέραν των περιμετρικών, ώστε να δημιουργηθούν όρια που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Στην περίπτωσή μας τα όρια των εξωτερικών κέντρων ορίστηκαν με βάση τα σύνορα όπως προκύπτουν από την αρχαιολογική βιβλιογραφία (Δάκαρης 1972) καθώς και με βάση το φυσικό ανάγλυφο και το υδρογραφικό δίκτυο. Απόρροια της εφαρμογής του μοντέλου XTENT είναι ο Χάρτης 7.
Διαδρομές Ελαχίστου Κόστους
Με την χρήση του λογισμικού GRASS GIS και του εργαλείου r.drain υπολογίστηκαν οι διαδρομές ελαχίστου ενεργειακού κόστους (least cost paths) για συγκεκριμένες ιστορικές θέσεις (Χάρτης 8).
Η ανωτέρω μεθοδολογία βασίζεται στην παραδοχή ότι οι μετακινήσεις στην αρχαιότητα γίνονται μόνο περπατώντας και με συγκεκριμένους προσδιοριστικούς παράγοντες της μετακίνησης. Κατά συνέπεια, αγνοούνται παράγοντες όπως η βλάστηση του εδάφους, αλλά και ιστορικοί ή κοινωνικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη μιας εχθρικής φυλής στον χώρο ή θρησκευτικές δοξασίες ή ακόμα και προϋπάρχοντα μονοπάτια (π.χ. από ζώα) ή ενδιάμεσοι σταθμοί που μπορούν να επηρεάσουν την διαδρομή μετακίνησης. Επιπρόσθετα, η διαδρομή μετακίνησης μπορεί να επηρεάζεται από τις τοπικές καιρικές συνθήκες ή την ανάγκη για νερό κατά την πορεία.
Οι όποιες ελλείψεις της μεθοδολογίας θα μπορούσαν να περιοριστούν ή να συνεισφέρουν στην αρχαιολογική έρευνα μελετώντας την απόκλιση της βέλτιστης διαδρομής ελαχίστου κόστους με ήδη γνωστά μονοπάτια κατά την αρχαιότητα. Έτσι, σε σημεία όπου υπάρχει απόκλιση θα μπορούσαν να εξεταστούν οι λόγοι και οι παράγοντες και να οδηγήσουν την έρευνα σε επιπλέον συμπεράσματα σχετικά με τη μετακίνηση στο χώρο.
Από τη μεθοδολογία προσδιορισμού διαδρομών ελάχιστου κόστους προέκυψαν διαδρομές που, είτε ταυτίζονται με αυτές που προτείνονται στη βιβλιογραφία (Δάκαρης 1972, Σακελαρίου 1997) και προέκυψαν από αρχαιολογική έρευνα, είτε αποκλίνουν από αυτές και μπορούν να προταθούν ως εναλλακτικές διαδρομές. Φυσικά οι διαδρομές που έχουν αποτυπωθεί από την βιβλιογραφία και έχουν συμπεριληφθεί για συγκρίσεις στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) εμπεριέχουν έναν βαθμό σφάλματος. Η διαδικασία της γεωαναφοράς έγινε με ανεπαρκή σημεία ελέγχου (π.χ. ακτογραμμή), ένα τμήμα των διαδρομών δεν είναι καταγεγραμμένο σε χάρτες αλλά μόνο μέσω τοπωνυμίων και κατά συνέπεια η διαδρομή αποτυπώθηκε με βάση μόνο τα τοπωνύμια. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν χάρτες διαδρομών η ακρίβειά τους περιορίζεται από την σχεδιαστική γενίκευση.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διαδρομή από Ελέα ή από Ντόλιανη προς Γιτάνη, που ενώ στην βιβλιογραφία προτείνεται η πορεία διαμέσου του Θύαμη, η εναλλακτική διαδρομή διέρχεται από τον λόφο Βασιλάκι. Η ύπαρξη μάλιστα πιθανής διαδρομής σε αυτό το σημείο ενισχύεται από το γεγονός ότι υπάρχουν διαχρονικά αρχαιολογικά κατάλοιπα (Μολόνδρα, Ρίζιανη). Ακόμα και το σύγχρονο οδικό δίκτυο ταυτίζεται με την προτεινόμενη εναλλακτική διαδρομή, αλλά και ο σύγχρονος οικισμός του Παραποτάμου βρίσκεται παραπλεύρως αυτής, ένδειξη ότι η συγκεκριμένη πορεία ενδέχεται να έχει διαχρονική χρήση και να ευνοεί πράγματι την μετακίνηση. Άλλη προτεινόμενη διαδρομή είναι η διαδρομή Ελέα-Ελίνα. Στην βιβλιογραφία δεν προτείνεται κάποια σχετική διαδρομή και αυτό γιατί το πιο πιθανό είναι η Ελέα να επικοινωνούσε με την Ελίνα από την θάλασσα μέσω του επινείου της στην Αμμουδιά, όπου εκβάλλει ο Αχέροντας. Σε περιπτώσεις όμως επικοινωνίας μέσω ξηράς προτείνεται η διαδρομή Ελέα-Καρτέρι (μέσω της πεδιάδας του Σεβαστού)-Ελίνα (διασχίζοντας κάθετα και μέσα από φυσικά περάσματα τα όρη Πάργας). Μάλιστα το τελευταίο τμήμα της διαδρομής, Καρτέρι-Ελίνα, συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με αυτό της σχετικής βιβλιογραφίας. Η διαδρομή από Ελέα προς Δωδώνη επίσης ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την βιβλιογραφία, δεδομένου, ότι και αυτή διέρχεται από την Σκάλα Παραμυθιάς (φυσικό πέρασμα ανάμεσα στο όρος Κορίλα και το όρος Χιονίστρα). Ουσιαστική απόκλιση ανάμεσα στις δύο διαδρομές προκύπτει κοντά στην Παραμυθιά και στην περιοχή βόρεια της οροσειράς Σουλίου. Στην πρώτη περίπτωση, η διαδρομή τείνει να ακολουθεί τον Κωκυτό και στην δεύτερη το ρέμα Λιβαδάκια, που αποδεικνύει την βαρύτητα του συντελεστή Ν=1 που ορίσαμε στο υδρογραφικό δίκτυο. Αξιοσημείωτη είναι η σχεδόν πλήρης ταύτιση της Δ.Ε.Κ. από το Ελευθεροχώρι ως την Δωδώνη με τον σύγχρονο οδικό άξονα της Εγνατίας. Η Δ.Ε.Κ. από την Ελέα προς την Αμμουδιά τείνει να ακολουθεί την πορεία του Κωκυτού, κυρίως προς τις υπώρειες των χαμηλών λόφων που βρίσκονται ΝΔ της Ελέας. Η διαδρομή έχει σημαντική απόκλιση από εκείνη που προτείνεται από τον Δάκαρη, ο οποίος την χαράσσει στις υπώρειες της οροσειράς Παραμυθιάς και σχετικά πιο νότια, προς τα σύγχρονα χωριά Καστρί και Βαλανιδόρραχη. Η πρόταση του Δάκαρη, ενδέχεται να είναι πιο ορθή, καθώς λαμβάνει υπόψη τα κάστρα που υπάρχουν στον Άγιο Δονάτο και στην Αγορά (Κιότεζα), δεδομένου ότι σε πραγματικές συνθήκες το μοναδικό κριτήριο μετακίνησης δεν είναι απαραίτητα η ελαχιστοποίηση του ενεργειακού κόστους.
Η ίδια διαφοροποίηση ισχύει και στην διαδρομή Ελέα προς Φανοτή (Ντόλιανη) και Γιτάνη, όπου ο Δάκαρης προτείνει την διαδρομή κατά μήκος των υπωρειών του όρους Κορίλα και Χιονίστρας, ενώ αντίθετα η Δ.Ε.Κ. χαράσσεται στην πεδινή περιοχή κατά μήκος του Κωκυτού. Βέβαια, από κάποιο σημείο και μετά (στο σύγχρονο Νεοχώρι) οι δύο διαδρομές ταυτίζονται.
Συνεχίζοντας από νότο προς βορρά, από το Νεκρομαντείο προς Πλαταριά η Δ.Ε.Κ. έχει σημαντική απόκλιση προς τα ΝΔ σε σχέση με την αντίστοιχη της βιβλιογραφίας. Παρόλα αυτά και οι δύο διαδρομές ακολουθούν το φυσικό ανάγλυφο διαμέσου της πεδιάδας Μαργαριτίου, διέρχονται από το Πολυνέρι (Κούτσι) και από εκεί σχεδόν ταυτίζονται έως την πεδιάδα Πλαταριάς. Η πιο χαρακτηριστική απόκλιση στην εν λόγω διαδρομή είναι στην παράκαμψη του λόφου Ερμίτη (534μ.), όπου η Δ.Ε.Κ. τον παρακάμπτει από τα ΝΔ, ενώ η διαδρομή της βιβλιογραφίας από τα ΒΑ. Μια σημαντική διαπίστωση για την ορθότητα της μεθοδολογίας ελαχίστου κόστους είναι ότι η Δ.Ε.Κ. διέρχεται από την θέση Πυργί (φρυκτωρία) στον κάμπο Μαργαριτίου. Η ύπαρξη της φρυκτωρίας σε αυτό το σημείο επιβεβαιώνει την προσπάθεια ελέγχου του περάσματος. Κομβικό σημείο στην περιοχή φαίνεται να είναι το Καρτέρι το οποίο σύμφωνα με τον Δάκαρη αποτελεί σημείο τομής των δρόμων προς Πλαταριά, Ελίνα και Νεκρομαντείο. Το ίδιο ακριβώς προκύπτει και από τις Δ.Ε.Κ. με επιπλέον χαρακτηριστικό την διέλευση από το σημείο αυτό και της πιθανής διαδρομής από Ελέα προς Ελίνα, γεγονός που κατοχυρώνει την κεντρικότητα του τόπου αλλά και την πιθανότητα ύπαρξης της εν λόγω διαδρομής κατά το παρελθόν. Η γεωστρατηγική σημασία του Καρτερίου επιβεβαιώνεται επιπλέον και με την ύπαρξη κάστρου στο λόφο Μαλακηνό. Ειδικά για την Ελίνα υπολογίστηκαν οι Δ.Ε.Κ. προς Πύργο Ράγιου, Γιτάνη, Πολυνέρι και Νεκρομαντείο. Για τις δύο τελευταίες δεν προτείνεται αντίστοιχη διαδρομή που να καταγράφεται στην βιβλιογραφία.
Οι διαδρομές από βόρεια προς νότια στην περιοχή μελέτης, έχουν 2 κύριες αφετηρίες, την Φοινίκη και την Αντιγόνεια. Από Αντιγόνεια προς νότο, προς την Φοινίκη, η Δ.Ε.Κ. διανύει την κοιλάδα του Δρίνου και σε κάποιο σημείο τέμνει κάθετα την οροσειρά Gjer για να καταλήξει στην Φοινίκη μέσω της πεδιάδας του ποταμού Kalases. Η αντίστοιχη διαδρομή από την αρχαιολογική έρευνα διανύει την κοιλάδα του Δρίνου και καταλήγει σε φυσικό πέρασμα μεταξύ της οροσειράς Gjer και του όρους Platovoun. Συνεχίζοντας ακόμα πιο νότια και καθώς προσεγγίζει τον ποταμό Πάβλα, η Δ.Ε.Κ. διακλαδώνεται προς δύο κατευθύνσεις: α) προς Γαρδίκι (Άγιος Γεώργιος) Φιλιατών διαμέσου των περασμάτων του ορεινού όγκου του Τσαμαντά, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού Ξάνθου και του ρέματος Τουρίτσα (διαδρομή που ταυτίζεται με αυτήν της βιβλιογραφίας), β) προς τον όρμο Σαγιάδας διαμέσου των στενών του Πάβλα, ανάμεσα από Mile και Saraqinit, για να καταλήξει στην Γιτάνη και στο δέλτα Καλαμά, πρόταση που ενισχύεται και από την ύπαρξη οχυρών (Vagalat, Cuka e Ajtojt, Καστρί) και κρήνης (στον σύγχρονο οικισμό Μαυρομάτι). Για τη διαδρομή αυτή στη βιβλιογραφία προτείνεται εντελώς διαφορετική πορεία που ακολουθεί πολύ πιο ανατολική πορεία, σε σχέση με την Δ.Ε.Κ., η οποία διέρχεται βόρεια των ορέων Φιλιατών και διασχίζοντας το φαράγγι του Καλπακιώτικου ποταμού καταλήγει στην Ελαία Φιλιατών και την Γιτάνη. Επιχειρώντας μια κάθετη ως προς τις οροσειρές πορεία από τον Πύργο Ραγίου προς το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων (βλ. Εικόνα 4), η Δ.Ε.Κ. διανύει το φαράγγι του ρέματος Φοινικίου, διέρχεται από την Ραβενή, κινείται προς τον σύγχρονο οικισμό της Βροσίνας και από εκεί μέσω φυσικού περάσματος των Κουρέντων καταλήγει προς το λεκανοπέδιο διασχίζοντας ενδιάμεσους λόφους. Η παραπάνω διαδρομή μέχρι την Ραβενή ταυτίζεται με την προτεινόμενη από τη βιβλιογραφία.
…………… |
Παρά τις αποκλίσεις και τις διαφοροποιήσεις που προτείνουν οι δύο μεθοδολογίες στην χάραξη των μονοπατιών υπάρχουν και κοινές πορείες όπως αυτή που κατεβαίνει από την Αντιγόνεια προς νότο, διασχίζει την κοιλάδα του ποταμού Δρίνου για να φτάσει στο Γαρδίκι και από εκεί, μέσω του ρέματος Φοινικίου και του Καλπακιώτικου, στην Γιτάνη. Επίσης από την Ραβενή προς την Ντόλιανη (βλ. Εικόνα 5) τα μονοπάτια ακολουθούν κοινή πορεία διαμέσου του ποταμού Καλαμά. Η διαδρομή από Αμμουδιά προς το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων σχεδόν ταυτίζεται στις δύο μεθοδολογίες και από το Καναλάκι κινείται βόρεια ακολουθώντας την πορεία του Αχέροντα για να διέλθει από φυσικό πέρασμα νότια του όρους Ολύτσικα (Τόμαρος) και να καταλήξει, κινούμενη βόρεια, στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων.
Ανάλυση Οπτικού Πανοράματος
Στα πρότυπα της αρχαιολογίας τοπίου και της ερμηνευτικής ικανότητας που προσφέρουν τα αντίστοιχα μοντέλα, δημιουργήθηκαν οι χάρτες ανάλυσης οπτικού πανοράματος (viewshed analysis) για την αρχαία Ελέα, τον Πύργο Ραγίου, τη Γιτάνη και την Φοινίκη (βλ. Χάρτες 9,10,11). Η ανάλυση οπτικού πανοράματος διεξάγεται μεταξύ δύο σημείων στον χώρο και ελέγχεται αν αυτά έχουν ορατή επαφή μεταξύ τους. Έτσι για ένα σημείο του χώρου, που λειτουργεί σαν παρατηρητής, ελέγχεται αν έχει ορατή επαφή με κάθε άλλο σημείο του χώρου. Ανάλογα λοιπόν με το αν υπάρχει ορατότητα ή όχι από ένα σημείο-παρατηρητή προς τα υπόλοιπα σημεία του χώρου προκύπτει ο χάρτης, ο οποίος ουσιαστικά είναι ένα ψηφιδωτό αρχείο (raster), όπου κάθε κελί περιέχει την τιμή 1 αν είναι ορατό από τον παρατηρητή και 0 αν δεν είναι ορατό. Αυτή η διαδικασία στα ΓΣΠ διεξάγεται σε ένα ψηφιακό μοντέλο εδάφους (DEM) ψηφιδωτού τύπου.
Το λογισμικό GIS που χρησιμοποιήθηκε για την διεξαγωγή της ανάλυσης είναι το λογισμικό ανοικτού κώδικα (open source) GRASS GIS (GRASS Development Team 2008) και πιο συγκεκριμένα το εργαλείο r.cva (Lake). Αν και το συγκεκριμένο εργαλείο υπολογισμού της ανάλυσης οπτικού πανοράματος δεν περιλαμβάνει την καμπυλότητα της υδρογείου σφαίρας ο πραγματικός ορίζοντας όπου θεωρητικά μπορεί να δει ο παρατηρητής, το ύψος του οποίου ορίστηκε στα 2μ., αποδίδεται από τον τύπο ? 13*h, όπου d η υπολογιζόμενη μέγιστη απόσταση του πραγματικού ορίζοντα σε χλμ. και h το ύψος του παρατηρητή από την επιφάνεια της θάλασσας σε μ. (Documentation of r.los function).
Στον παραπάνω τύπο δεν υπολογίζεται η διάθλαση του φωτός, η οποία αυξάνει την απόσταση του πραγματικού ορίζοντα και παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά την διάρκεια της ημέρας, που προκαλείται από την αλλαγή της θερμοκρασίας και την επίδραση της θάλασσας (Young 2003). Με την διάθλαση του φωτός υπολογίζεται για παράδειγμα ότι από την Ελέα ο πραγματικός ορατός ορίζοντας για τον παρατηρητή κυμαίνεται στα 84-85 χλμ.
Ειδικά για την Γιτάνη (βλ. Χάρτης 9) και την Φοινίκη (βλ. Χάρτης 10) που υπήρξαν πρωτεύουσες των Κοινών των Θεσπρωτών και των Χαόνων αντίστοιχα, χρησιμοποιήθηκαν παραπάνω από ένας παρατηρητές-σημεία ώστε να αναπαρασταθεί πληρέστερα η χρήση των πύργων και γενικότερα της πλαγιάς ως περιοχή παρατήρησης. Η παραπάνω μεθοδολογία συνιστά τον υπολογισμό της αθροιστικής ανάλυσης οπτικού πανοράματος (Cumulative Viewshed Analysis) η οποία αποτελεί ουσιαστικά το αλγεβρικό άθροισμα των επιμέρους αναλύσεων που προκύπτουν από κάθε ένα σημείο-παρατηρητή. Σε μορφή GIS, η ανάλυση αποδίδεται μέσω ενός ψηφιδωτού αρχείου όπου κάθε κελί αποθηκεύει τον αριθμό των παρατηρητών από τους οποίους είναι ορατό. Οι δυνατές κατά συνέπεια τιμές σε ένα τέτοιο αρχείο θα είναι από μηδέν, σε περίπτωση κελιού που δεν είναι ορατό από κάποιο παρατηρητή, μέχρι τον μέγιστο αριθμό παρατηρητών, σε περίπτωση κελιού που είναι ορατό από όλους τους παρατηρητές.
Τα αποτελέσματα του παραπάνω μοντέλου ανάλυσης είναι πολύ ευαίσθητα στην ποιότητα της ανάλυσης του ψηφιακού μοντέλου εδάφους (DEM), το οποίο στην περίπτωσή των δεδομένων μας έχει χαμηλή ανάλυση. Επιπλέον, μικρές διαφορές στην θέση του παρατηρητή στον χώρο δύναται να αποδίδουν ιδιαίτερα διαφοροποιημένες ορατές περιοχές. Ο αλγόριθμος που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ανάλυσης, και που διαφέρει ανάλογα με το λογισμικό, μπορεί να επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Από το γεωγραφικό ψηφιακό περιβάλλον στις ιστορικές μαρτυρίες: μια ερμηνευτική προσέγγιση
Ουσιαστικό και πρωτεύον στοιχείο για την ίδρυση μιας πόλης ήταν η επιλογή της θέσης της. Όλοι οι οχυρωμένοι οικισμοί της Θεσπρωτίας και Χαονίας δείχνουν κοινή αντιμετώπιση στο πρόβλημα αυτό. Προτιμώνται χαμηλά οροπέδια, φυσικά οχυρά που παρέχουν τον έλεγχο σε πεδιάδες ή δίνουν τον έλεγχο σε ποτάμιες ή θαλάσσιες αρτηρίες και φυσικά λιμάνια. Η επιλογή της θέσης επηρεάζει εν μέρει και τη μορφή της αμυντικής αρχιτεκτονικής της πόλης. Θέσεις φυσικά οχυρές, όπως αυτές που ιδρύθηκαν η Ελέα, η Ελίνα και οι πόλεις στα χωριά Ραβενή και Γαρδίκι (Άγιος Γεώργιος) Φιλιατών περιτοιχίζονται μόνο στα τρωτά τους σημεία.
Η συσχέτιση του τρόπου κατανομής των αρχαιολογικών θέσεων με τόπους άντλησης φυσικών πόρων και με την ποιότητα της καλλιεργήσιμης γης, αποτελούν σημαντικά στοιχεία που οδηγούν σε συμπεράσματα για το είδος των καλλιεργειών και των φυσικών πόρων και συνακόλουθα για την κοινωνική και την οικονομική οργάνωση της αρχαίας κοινωνίας.
Ο τοπικός πληθυσμός της Θεσπρωτίας και της Χαονίας συγκεντρώθηκε χωρικά γύρω από τους κρίσιμους πόρους, τις μικρές περίκλειστες πεδιάδες, τις πόλγες και τις δολίνες. Χρησιμοποιούσε για την φυτική παραγωγή μια περιορισμένη ζώνη μέγιστης παραγωγικότητας, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, εξαιτίας των οποίων ωστόσο, κατά τη διάρκεια του φθινόπωρου και του χειμώνα οι πεδινές εκτάσεις μετατρέπονταν σε περιοδικές λίμνες.
Ως αποτέλεσμα τόσο της ελάχιστης έκτασης της συνολικά διαθέσιμης καλλιεργήσιμης έκτασης, όσο και της περιορισμένης οικονομικής της εκμετάλλευσης κατά την διάρκεια της άνοιξης και του όψιμου καλοκαιριού, η οποιαδήποτε επένδυση του πλεονάσματος και της εργασίας θα οδηγούσε στην παράλληλη απασχόληση της κτηνοτροφίας.
Αυτή η παράλληλη απασχόληση έχει επιπτώσεις στη διαχείριση του εδάφους, δεδομένου ότι λιγότερος χρόνος και εργατικό δυναμικό διατίθενται για τις δραστηριότητες της καλλιέργειας κατά την περίοδο της άνοιξης και του καλοκαιριού, που η περιοδική ζήτηση εργασίας στον τομέα της καλλιέργειας είναι αυξημένη. Εντούτοις, καθώς η φυτοκομική παραγωγή απαιτούσε περιορισμένη κατ’ έτος εργασία, η σύγκρουση των απαιτήσεων εργασίας στους δύο τομείς παραγωγής ήταν περιοδική και θα μπορούσε να εξαλειφθεί μ’ έναν καταμερισμό της εργασίας στα πλαίσια της οικογένειας και της στενής σύνδεσης των δύο παραγωγικών διαδικασιών μέσω των εισροών πρώτων υλών και υποπροϊόντων.
Ένα τέτοιο παραγωγικό σχέδιο, θα απαιτούσε την ενσωμάτωση περιοχών διαφορετικών υψομέτρων σε ένα ουσιαστικά μικρής κλίμακας, εν τούτοις τοπικά εντατικό, σύστημα πρωτογενούς παραγωγής.
Αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον ωστόσο, είναι τα συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν από την ανάλυση οπτικού πανοράματος από την Γιτάνη και την Φοινίκη, που υπήρξαν πρωτεύουσες των Κοινών των Θεσπρωτών και των Χαόνων αντίστοιχα.
Είναι γνωστό ότι τον χειμώνα του 343/2 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄ της Μακεδονίας πολιόρκησε και κατέλαβε τις τρεις ηλειακές αποικίες, την Πανδοσία, τα Βούχετα και την Ελάτρια, και τις παρέδωσε στο κράτος των Μολοσσών και τον νέο βασιλιά Αλέξανδρο A’ τον Μολοσσό, αδελφό της γυναίκας του Ολυμπιάδας. Με βάση το γεγονός αυτό καθώς και την ισχυροποίηση των Θεσπρωτών από την συμμετοχή τους αρχικά στην Συμμαχία των Μολοσσών και κατόπιν στη Συμμαχία των Ηπειρωτών, η αρχαιολογική έρευνα υποθέτει πως, τόσο οι Θεσπρωτοί, όσο και οι Χάονες, είχαν ανακτήσει στις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. τον έλεγχο της θαλάσσιας ζώνης που κατείχαν οι Κερκυραίοι. Ωστόσο τόσο η θέση που ιδρύεται η Φοινίκη, όσο και η θέση που ιδρύεται η Γιτάνη, φανερώνουν ξεκάθαρα τη συνειδητή μέριμνα για τον έλεγχο όχι μόνο της Κερκυραϊκής Περαίας, αλλά και της ίδιας της πόλης της Κέρκυρας, στο ακρωτήρι της Παλαιόπολης. Με δεδομένο ότι η ίδρυση της Γιτάνης ανάγεται στις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες δεν απαλλαχτήκαν από το αποικιακό αυτό πλέγμα παρά μόνο στις αρχές του επόμενου αιώνα όταν η Κέρκυρα αποτελούσε κτήση του Πύρρου μέσω της δεύτερης γυναίκας του, Λάννασας.
Από την άλλη, η ανάλυση του οπτικού πανοράματος για την Ελέα, την πρώτη πόλη που ιδρύεται στη Θεσπρωτία πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. φανερώνει την προσπάθεια ελέγχου της εύφορης κοιλάδα του Κωκυτού και της πλούσια πεδιάδας του Αχέροντα έναν έλεγχο που το φύλο των Ελεατών δεν απώλεσε ούτε μετά την ίδρυση των άλλων πόλεων ή οχυρών φυλακίων τις επόμενες δεκαετίες κατά μήκος των δυτικών παρυφών των Ορέων της Παραμυθιάς.
Καθώς μια από τις συνηθισμένες πρακτικές του πολέμου στην αρχαιότητα που στόχευε στην οικονομική εξάντληση του αντιπάλου αποτελούσαν οι εκτεταμένες καταστροφές και δηώσεις στην ύπαιθρο που προκαλούσαν πλήγμα στην αγροτική παραγωγή, φαίνεται ότι παρόμοιες οχυρές θέσεις ήταν απαραίτητες για την προστασία της πεδιάδας και δε θα ήταν καθόλου απίθανο να ενθαρρύνονταν η ίδρυσή τους από τους ίδιους του Ελεάτες.
Η πιθανότητα της ύπαρξης διαδρομής από την Ελέα προς την Ελίνα, στα πλαίσια των εμπορικών δεσμών και της κυκλοφορίας αγαθών μεταξύ Ελέας και Ελίνας, φαίνεται να ενισχύεται και από τα αυξημένα ποσοστά των Ελεατικών και Θεσπρωτικών νομισμάτων του 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στην Ελίνα. Ακόμα και στην Ελέα, τόπο κοπής των ελεατικών και θεσπρωτικών εκδόσεων, το ποσοστό αυτών των νομισμάτων, έστω και συνυπολογιζόμενο, δεν ξεπερνά το 17%, ενώ στη Γιτάνη, που επιπλέον δεν παρατηρείται κοπή του Κοινού των Θεσπρωτών, είναι υποδιπλάσιο αυτού (Βασιλειάδης υπό έκδοση).
Τέλος όσον αφορά την επικράτεια των Φανοτέων για την οποία ο καθηγητής Δάκαρης υποθέτει ότι θα εκτείνονταν βόρεια του μέσου Καλαμά και του Καλπακιώτικου, μέχρι τον ποταμό Λαγκαβίτσα ή τη Βροσίνα και τα βουνά του Τσαμαντά το μοντέλο ΧΤΕΝΤ φαίνεται να είναι πλησιέστερα στη δεύτερη εκδοχή και μ’ αυτό τον τρόπο να την επιβεβαιώνει.
Επίλογος
Η μεθοδολογία r.xtent έχει περιορισμούς καθώς πρόκειται για ένα θεωρητικό μοντέλο που εφαρμόζεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η χρήση του όρου “βαρύτητα” για ένα αστικό κέντρο δεν μπορεί να αναπαρασταθεί ρεαλιστικά μέσω του εμβαδού. Το εμβαδό αντιπροσωπεύει εν μέρη την πληθυσμιακή δυναμικότητα του κέντρου και κατά συνέπεια την ένταση της επίδρασης που ασκεί αυτό στον ευρύτερο χώρο. Πέρα από αυτό όμως, άλλοι παράγοντες όπως η στρατιωτική ισχύ, η οικονομική υπεροχή, η γεωστρατηγική θέση, η θρησκευτική εμβέλεια είναι δυνατόν να επηρεάσουν την έννοια της βαρύτητας του κέντρου στον χώρο. Εντούτοις, η ποσοτικοποίηση των μεταβλητών αυτών σε αυστηρά μαθηματικές τιμές είναι μια διαδικασία που χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης και δεν είναι δυνατή στην παρούσα φάση λόγω των ελλιπών αρχαιολογικών δεδομένων για τα εν λόγω κέντρα. Εξίσου προσοχή οφείλουμε να δώσουμε και στην ανάλυση διαδρομών ελαχίστου κόστους αφού η απόδοση του αναγλύφου και των ιδιοτήτων του διεκπεραιώθηκε με σύγχρονα δεδομένα, αλλά πολύ περισσότερο γιατί η μετακίνηση στον χώρο δεν λαμβάνει σαν μοναδικό κριτήριο μόνο την ελαχιστοποίηση του ενεργειακού κόστους, αλλά επηρεάζεται και από σύνθετους οικονομικούς και κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες.
Βιβλιογραφία
Bell, T., Wilson, A. & Wickham, A., 2002, Tracking the Samnites: Landscape and Communications Routes in the Sangro Valley, Italy, American Journal of archaeology , 106(2), σελ. 169-186.
Connolly, J. & Lake, M., 2006, Geographical Informations Systems in Archaeology, Cambridge University Press, New York
Ducke, B. & Kroefges, P. (Πρακτικά υπό Έκδοση), 2007, From points to areas: constructing territories from archaeological site patterns using an enhanced Xtent model, Στο: Layers of Perception. Proceedings of the 35th Conference on Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology (CAA), Berlin
European Commission, DG Joint Research Centre (JRC) , Institute for Environment and Sustainability (IES), CCM River and Catchment Database, version 2.0 (CCM2), http://agrienv.jrc.it/activities/catchments/, [Πρόσβαση: 19/9/2007].
Gaffney, V. & Stancic, Z., 1996, GIS Approaches to Regional Analysis: A Case Study of the Island of Hvar, Znanstveni institut Filozofske fakultete, LjubljanaG
Geospatial Analysis - spatial and GIS analysis techniques and GIS software, Accumulated cost surfaces and least cost paths, http://www.spatialanalysisonline.com/output/html/Accumulatedcostsurfacesandleastcostpaths.html, [Πρόσβαση: 29/6/2008].
GRASS Development Team, 2008, Geographic Resources Analysis Support System (GRASS GIS) Software, USA., http://grass.osgeo.org.
GRASS GIS, Documentation of r.drain function, http://grass.itc.it/grass62/manuals/html62_user/r.drain.html, [Πρόσβαση: 19/5/2008].
GRASS GIS, Documentation of r.los function, http://grass.itc.it/grass62/manuals/html62_user/r.los.html, [Πρόσβαση: 19/5/2008].
GRASS GIS, Documentation of r.walk function, http://grass.itc.it/grass62/manuals/html62_user/r.walk.html, [Πρόσβαση: 19/5/2008].
Hammond N.G.L., 1967, Epirus.The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent Areas, Οξφόρδη
Hare, T., 2004, Using measures of cost distance in the estimation of polity boundaries in the Postclassic Yautepec valley, Mexico, Journal of Archaeological Science, 31(6), σελ. 799-814.
Howey, M., 2007, Using multi-criteria cost surface analysis to explore past regional landscapes: a case study of ritual activity and social interaction in Michigan, AD 1200–1600, Journal of Archaeological Science, 34(11), σελ. 1830-1846.
Jarvis A., H.I. Reuter, A. Nelson, E. Guevara, 2008, Hole-filled seamless SRTM data V4, International Centre for Tropical Agriculture (CIAT), http://srtm.csi.cgiar.org.
Lake Μ., Quantitative methods in Archaeology, http://www.ucl.ac.uk/~tcrnmar/, [Πρόσβαση: 20/5/2008].
Lake, M., r.cva, [Computer software], Institute of Archaeology, University College London, U.K.,London, http://www.ucl.ac.uk/~tcrnmar/GIS/r.cva.html
Leusen, P.M.V., 2002, Pattern to process: methodological investigations into the formation and interpretation of spatial patterns in archaeological landscapes, p.356. http://dissertations.ub.rug.nl/faculties/arts/2002/p.m.van.leusen/?FullItemRecord=ON, [Πρόσβαση: 20/5/2008].
Mountain View: Google Inc., 2007, Google Earth™ mapping service v. 4.2 for Windows, [Computer software], http://earth.google.com/
Pandolf, K., Givoni, B. & Goldman, R., 1977, Predicting energy expenditure with loads while standing or walking very slowly, Journal of Applied Physiology, 43, σελ. 577-581.
Renfrew C., Bahn P., 2001, Αρχαιολογία: θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές, Καρδαμίτσας, Αθήνα
Renfrew, C. & Level, E., 1979, Exploring Dominance:Predicting polities from centers, Στο Transformations:Mathematical Approaches to Cultural Change. Academic Press , New York, σελ. 145-167.
Soetens, S., Sarris, A. & Vansteenhuyse, K., 2002, Defining the Minoan Cultural Landscape by the use of GIS. Στο Strasbourg: Council of Europe & International Space University.
Soule, R. & Goldman, R., 1972, Terrain coefficients for energy cost prediction, Journal of Applied Physiology, 32(5), σελ. 706-708.
Young , A., 2003, Distance to the Horizon, Department of Astronomy & Mount Laguna Observatory-San Diego State University, http://mintaka.sdsu.edu/GF/explain/atmos_refr/horizon.html [Πρόσβαση:May 19, 2008].
Βασιλειάδης Σ., 2007, 1ο Διεθνές Συνέδριο για την Νομισματική και Οικονομική Ιστορία στην Ήπειρο κατά την αρχαιότητα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 3-7 Οκτωβρίου 2007, Πρακτικά υπό Έκδοση.
Βασιλειάδης Σ., Χριστοδούλου Ε., 2006, Αρχαία Θεσπρωτία: Από την προπολιτική στην πολιτική κοινωνία, ή, πώς ο χωρικός γίνεται πολίτης, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 91-126
Βλαχοπούλου-Οικονόμου, Α., 2003, Επισκόπηση της Αρχαίας Ηπείρου, Νομοί Ιωαννίνων - Θεσπρωτίας & Νότια Αλβανία, Ιωάννινα
Γκάνια Χ., 2006, Ο αρχαιολογικός χώρος της Γιτάνης και οι εργασίες ανάδειξης, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 172-196
Δάκαρης Σ., 1972, Θεσπρωτία, Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις, 15, Αθήνα
Θουκυδίδης 3.76 κ.εξ.
Κουντούρη Κ., 2006, Δυμόκαστρο Θεσπρωτίας (αρχαία Ελίνα):Ο αρχαίος οικισμός και οι εργασίες ανάδειξής του, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ.197-218
Λάζαρη Κ., 2006, Η εποχή του Χαλκού στην Θεσπρωτία. Παλιά και νέα δεδομένα, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 41-60
Λάμπρου Β., 2006, Φανοτή-Ντόλιανη: Έρευνα και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 219-240
Μ.Β Σακελλαρίου (εκδ.) 1997, Ήπειρος 4000 χρόνια Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα
Ουρανία Π., 2006, Η εποχή του Λίθου στην Θεσπρωτία, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 28-40
Πεχλιβανίδου, Σ. 2007, Η Γεωμορφολογία της Νήσου Σκύρου και η επίδρασή της στις χρήσεις γής, Α.Π.Θ.-Τμήμα Γεωλογίας, Θεσσαλονίκη, (διατριβή ειδίκευσης)
Ρήγινος Γ., Λάζαρη Κ., 2006, Ελέα Θεσπρωτίας :Ο αρχαιολογικός χώρος και η πρόταση ανάδειξής του στο πλαίσιο του Γ’ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 150-171
Ρήγινος Γ., 2006, Η οικιστική οργάνωση στην αρχαία Θεσπρωτία την Ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδo, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 127-129
Τζωρτζάτου Α., Φάτσιου Γ., 2006, Νέα στοιχειά για τη Θεσπρωτία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων, Ηπειρωτικά Χρονικά (40), Ιωάννινα, σελ. 61-90
Comments
comments powered by Disqus